Ο μύθος του Δράκου
Σε μικρή απόσταση από το χιλιόχρονο βυζαντινό μοναστήρι της παναγίας Μαυριώτισσας και δίπλα από την όχθη της λίμνης, μισό κρυμμένη από τα αιωνόβια πλατάνια θα δει κανείς την είσοδο ενός από τα εντυπωσιακότερα σπήλαια της Ελλάδας. Πρόκειται για τη περίφημη σπήλια του δράκου. Ποιος ήταν όμως αυτός ο δράκος ?
Σύμφωνα με μια μάλλον μεσαιωνική παράδοση δίπλα στη λίμνη υπήρχε μια σπηλιά που στο βάθος της υπήρχε χρυσορυχείο του οποίου ατρόμητος φρουρός ήταν ένας δράκος. Το τρομερό τέρας έβγαζε από το στόμα του φλόγες και δηλητηριασμένους ατμούς που απέτρεπαν και τον ποιο θαρραλέο να διαβεί το κατώφλι της σπηλιάς.
Όταν όμως ο οικιστής και πρώτος μυθικός βασιλιάς της πόλης, ο Κάστωρ, θέλοντας να διασκεδάσει τον φιλοξενούμενο αδερφό του Πολυδεύκη και τον πεθερό του Κέλι, ιερέα του θεού Πάνα και την ακολουθία τους, πλησίασαν το άνοιγμα της σπηλιάς από πού έβγαιναν οι ατμοί της αναπνοής του θηρίου.
Ο Κάστορας ανακοίνωσε στους παριστάμενους πως όποιος τολμούσε να τα βάλει με τον δράκο και να τον εξοντώσει θα κέρδιζε πλούτη αμύθητα. Τότε, από το πλήθος, ένας νεαρός γεροδεμένος, προχώρησε προς τη σπηλιά πάλεψε θαρραλέα με τον δράκο και τελικά κατάφερε να τον χτυπήσει θανάσιμα με το δόρυ του, ρίχνοντας το θηρίο νεκρό στα νερά της λίμνης.
Οι δυο Διόσκουρο και οι παριστάμενοι πανηγύρισαν το κατόρθωμα και αφού ευχαρίστησαν το θεό Πάνα, μπήκαν στο σπήλαιο από την αφύλαχτη πλέον είσοδο, κρατώντας αναμμένους δαυλούς. Καθώς προχωρούσαν εντυπωσιασμένοι από την ομορφιά του σπηλαίου, η ατμόσφαιρα γινόταν αποπνικτική εξαιτίας της έλλειψης οξυγόνου. Σε ένα σημείο η δίοδος στένεψε, οι δαυλοί έσβησαν και το σπήλαιο βυθίστηκε στο απόλυτο σκοτάδι. Τότε ακούστηκε μια απόκοσμη φωνή να λέει: «Εκείνος που θα σκύψει για να πάρει μια χούφτα της λάσπης που πατάει θα το μετανιώσει αλλά και εκείνος που δεν θα πάρει πάλι θα μετανιώσει!»
Κάποιοι τρόμαξαν και φοβήθηκαν να πάρουν κάτι στα χέρια τους, ενώ οι πιο τολμηροί γέμισαν βιαστικά τον κόρφο τους με λάσπη. Όταν βγήκαν από το σπήλαιο στο οικείο φως της ημέρας , εκείνοι με τη λάσπη στις παλάμες διαπίστωσαν με έκπληξη ότι αυτό που κρατούσαν ήταν υγρή χρυσόσκονη!
Οπότε όσοι έφυγαν με άδεια χέρια έχασαν την ευκαιρία να πλουτίσουν, ενώ όσοι πήραν μετάνιωσαν που δεν πήραν περισσότερο….
Πέρα από αυτόν τον ωραίο μύθο δεν υπάρχει καμία άλλη γνωστή αναφορά στο σπήλαιο. Πιθανολογείται ότι η ύπαρξη του σπηλαίου ήταν άγνωστη αφού η είσοδος του δεν ήταν ιδιαίτερα εμφανής λόγω μορφολογίας, αλλά και επειδή όλη η χερσόνησος ήταν προσβάσιμη μόνο μέσω των πλεούμενων της λίμνης. Στα δύσκολα χρόνια της Ιταλό Γερμανικής κατοχής το σπήλαιο ανακαλύφθηκε από κατοίκους της πόλης και λίγο αργότερα με το τέλος του εμφυλίου πολέμου το σώμα μηχανικού του Ελληνικού στρατού προχώρησε στη δημιουργία του παραλίμνιου δρόμου καθιστώντας το σπήλαιο εύκολα προσβάσιμο.